-
1 σωλήνας
[-ήν (-ήνος)] ο1) труба, трубка; патрубок; канал; 2) пробирка; 3) наконечник (полый); 4) шланг;ελαστικός σωλήνας — резиновый шланг;
5) воен, ствол (орудия);труба (миномёта, торпедного аппарата); 6) анат.:πεπτικός σωλήνας — пищевод;
αναπνευστικός σωλήνας — трахея
См. также в других словарях:
γαστραντλία — η ειδικός ελαστικός σωλήνας με τον οποίο γίνεται η πλύση στομάχου … Dictionary of Greek
σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… … Dictionary of Greek
αγγείο — το 1. δοχείο για υγρά από οποιαδήποτε ύλη, κυρίως όμως πήλινο: Τα αγγεία της αρχαιότητας είχαν ποικίλα σχήματα. 2. ελαστικός σωλήνας στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων που περιέχει αίμα ή λέμφο (φλέβες, αρτηρίες κτλ.): Έσπασε κάποιο αγγείο, είπε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωναγωγός — ο (ναυτ.), μετάλλινος ή ελαστικός σωλήνας για τη μετάδοση των διαταγών του κυβερνήτη στα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek